τριηκόσιοι

τριηκόσιοι
τριακόσιοι
three hundred
masc nom/voc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριηκόσιοι — αι, α, Α ιων. τ. βλ. τριακόσιοι …   Dictionary of Greek

  • συνάμα — ΝΜΑ, και σύναμα Α συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ ἐστιχόωντο», Θεόκρ.) αρχ. μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα] …   Dictionary of Greek

  • συνάριθμος — και επικ. τ. συνήριθμος, ον, Α 1. αυτός που υπολογίζεται μαζί με άλλον, που συγκαταλέγεται σε έναν αριθμό μαζί με άλλον («ἵνα μὴ καὶ σὺ συνάριθμος τῶν εἰς τὸν ταῡρον γενηθέντων γένῃ», Φαλ.) 2. αυτός που έχει ίδιο ή ίσο αριθμό με άλλον, ισάριθμος… …   Dictionary of Greek

  • τριακόσιοι — ες, α / τριακόσιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, ες, α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, αι, α, Α (απόλ. αριθμ.) 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες 2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων 3. το αρσ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”